- βαγιοκλαδίζω
- 1. μετ. заботиться, ухаживать; кормить, 2. αμετ. клониться к земле (под тяжестью плодов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαγιοκλαδίζω — ισα, περιποιούμαι: Σήμερα βαγιοκλάδισα όλο τ’ αμπέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)